καταφιλώ — και καταφιλάω καταφίλησα, καταφιλήθηκα, καταφιλημένος, φιλώ κάποιον ζωηρά και πολλές φορές: Το καταφίλησε το παιδί της, μόλις επέστρεψε από το μέτωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταφιλώ — έω και άω (AM καταφιλῶ, έω) (επιτ. τ. τού φιλώ) 1. ασπάζομαι κάποιον ζωηρά ή επανειλημμένα, φιλώ κάποιον σε πολλά σημεία τού προσώπου, τόν κατασπάζομαι 2. φιλώ με πάθος αρχ. 1. αγαπώ κάποιον πολύ 2. σκύβω και φιλώ … Dictionary of Greek
προκατασπάζομαι — Μ καταφιλώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατασπάζομαι «ασπάζομαι, καταφιλώ»] … Dictionary of Greek
κατασπάζομαι — (AM κατασπάζομαι) καταφιλώ, ασπάζομαι κάποιον επανειλημμένως, τόν γεμίζω φιλιά μσν. δέχομαι, αποδέχομαι, συμμερίζομαι αρχ. 1. εκδηλώνω την αγάπη μου, τη συμπάθειά μου 2. (για βασιλιά) εκδηλώνω τον σεβασμό μου … Dictionary of Greek
καταφίλημα — καταφίλημα, το (AM) [καταφιλώ] μσν. 1. ζωηρό, θερμό φίλημα 2. (χωρίς επιτ. σημ.) φίλημα αρχ. ερωτικό, λάγνο φίλημα («οἶς πρόσεστιν ή ἐκ καταφιλήματος, ἀλλ οὐχ ἡ ἐκ γνησίου φιλήματος ἀποδοχή», Φίλ.) … Dictionary of Greek
μυριοκαταφιλώ — μυριοκαταφιλῶ, έω (Μ) φιλώ κάποιον πάρα πολλές φορές, φιλώ κάποιον με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καταφιλῶ] … Dictionary of Greek